λέσβιοι

λέσβιοι
λέσβιος
from Lesbos
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λέσβιοι — Λέσβιος from Lesbos masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

  • μεσοστροφωνίαι — μεσοστροφωνίαι, αἱ (Α) (ενν. ἡμέραι) (κατά τον Ησύχ.) «ἡμέραι, ἐν αἷς Λέσβιοι κοινὴν θυσίαν ἐπιτελοῡσι» …   Dictionary of Greek

  • υποδοχή — η / ὑποδοχή, ΝΜΑ [ὑποδέχομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδέχομαι νεοελλ. 1. φιλική δεξίωση, προϋπάντηση 2. ο τρόπος ή η διάθεση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι (α. «δεν ήταν και πολύ θερμή η υποδοχή που τού έκανε» β. «οι… …   Dictionary of Greek

  • Μαλέας — Ακρωτήριο στο νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου, απέναντι από τα Κύθηρα. Η κοινή του ονομασία είναι Κάβο Μαλιάς. Το ακρωτήριο ήταν γνωστό από τα αρχαία χρόνια και λεγόταν Μαλέα άκρα. Στην περιοχή πνέουν συνήθως άνεμοι και η τρικυμία είναι… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη του Γένους Σχολή — Σημαντικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κωνσταντινούπολης, το οποίο παρείχε ανώτερη εκπαίδευση και λειτουργούσε υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η πρώτη ρητή μνεία πατριαρχικού σχολείου ανάγεται στα μέσα του 16ου αι. Τότε ο πατριάρχης… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • ai-ti-, ai-to- : oi-to- —     ai ti , ai to : oi to     English meaning: part, share, allotment, quantity, quota, portion, stake, stock, proportion, cut, contribution     Deutsche Übersetzung: “Anteil”     Note: Root ai ti , ai to : oi to : “part, share, allotment,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”